-
1 ημερολόγιο
ημερολόγιο τοкалендарь, церковный календарь;ΦΡ.ιουλιανό / παλιό ημερολόγιο το — юлианский / старый календарь (старый стиль), см. ιουλιανόςγρηγοριανό / νέο ημερολόγιο το — григорианский / новый календарь (новый стиль), см. γρηγοριανόςΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ημερολόγιο
-
2 календарь
-α α. ημερολόγιο, ημεροδείκτης, καλενδάριο, καλαντάρι•настольный -επιτραπέζιο ημερολόγιο•
юлианский календарь ιουλιανό ημερολόγιο•
григорианский календарь γρηγοριανό ημερολόγιο.
-
3 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
4 времяисчисление
-я ουδ.ημερολόγιο•юлианское времяисчисление Ιουλιανό ημερολόγιο.
-
5 ιουλιανός
η, ό[ν]1) июльский; 2) юлианский;ιουλιανό ημερολόγιο — юлианский календарь
-
6 ιουλιανός
ιουλιανός, -η, -ό1) юлианский;2) ιουλιανό ημερολόγιο το юлианский календарь – календарь, который был принят при императоре Юлие Цезаре в 46 г. до Р.Х. Юлианский календарь ориентирован на звездный год, который разделяется на 12 месяцев или 365 дней (366 дней каждые четыре года) и в каждом месяце 30 или 31 день – кроме Февраля, в котором 28 (29 дней каждые четыре года). По юлианскому календарю строят свою литургическую жизнь следующие Православные Церкви: Иерусалимская, Русская, Сербская, Святой Горы Афон и Грузинская -
7 юлианский
επ.ιουλιανός• юлианский το ιουλιανό ημερολόγιο. -
8 юлианский
юлианскийприл:\юлианский календарь τό ἰουλιανό[ν] ἡμερολόγιο[ν].
См. также в других словарях:
Ιουλιανό ημερολόγιο — Ρωμαϊκό σύστημα μέτρησης του χρόνου. Η Ιουλιανή ημέρα εξάλλου αναφέρεται σε μονάδα χρόνου ίση προς μία ηλιακή ημέρα, η οποία χρησιμοποιείται για τον χρονικό προσδιορισμό αστρονομικών γεγονότων. Βλ. λ. ημερολόγιο … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
Σωσιγένης — Αλεξανδρινός σοφός και αστρονόμος του 1ου π.Χ. αι. Το 46 π.Χ. τον κάλεσε στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ για να μελετήσει τη μεταρρύθμιση του ημερολόγιου· ο Σ. βασίστηκε στη διάρκεια του τροπικού έτους, που οι Αιγύπτιοι αστρονόμοι την είχαν… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στον Ιούλιο Καίσαρα: Ιουλιανό ημερολόγιο. 2. αυτός που αναφέρεται στο μήνα Ιούλιο: Ιουλιανή επανάσταση. – Ιουλιανό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάιος — Ο πέμπτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου, με 31 ημέρες. Τρίτος μήνας του παλιού ρωμαϊκού ημερολογίου, έγινε πέμπτος το 153 π.Χ. και ως πέμπτος διατηρήθηκε και στο ιουλιανό ημερολόγιο. Πιστεύεται ότι η ονομασία Μάιος (Maius) δόθηκε στον μήνα… … Dictionary of Greek
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
παλαιοημερολογίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που δέχεται και ακολουθεί το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιοημερολογιτισμός — ο η άποψη ότι πρέπει να ακουλουθούμε το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)