Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιουλιανό ημερολόγιο

См. также в других словарях:

  • Ιουλιανό ημερολόγιο — Ρωμαϊκό σύστημα μέτρησης του χρόνου. Η Ιουλιανή ημέρα εξάλλου αναφέρεται σε μονάδα χρόνου ίση προς μία ηλιακή ημέρα, η οποία χρησιμοποιείται για τον χρονικό προσδιορισμό αστρονομικών γεγονότων. Βλ. λ. ημερολόγιο …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

  • Σωσιγένης — Αλεξανδρινός σοφός και αστρονόμος του 1ου π.Χ. αι. Το 46 π.Χ. τον κάλεσε στη Ρώμη ο Ιούλιος Καίσαρ για να μελετήσει τη μεταρρύθμιση του ημερολόγιου· ο Σ. βασίστηκε στη διάρκεια του τροπικού έτους, που οι Αιγύπτιοι αστρονόμοι την είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στον Ιούλιο Καίσαρα: Ιουλιανό ημερολόγιο. 2. αυτός που αναφέρεται στο μήνα Ιούλιο: Ιουλιανή επανάσταση. – Ιουλιανό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάιος — Ο πέμπτος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου, με 31 ημέρες. Τρίτος μήνας του παλιού ρωμαϊκού ημερολογίου, έγινε πέμπτος το 153 π.Χ. και ως πέμπτος διατηρήθηκε και στο ιουλιανό ημερολόγιο. Πιστεύεται ότι η ονομασία Μάιος (Maius) δόθηκε στον μήνα… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοημερολογίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που δέχεται και ακολουθεί το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιοημερολογιτισμός — ο η άποψη ότι πρέπει να ακουλουθούμε το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»